παλαιστά

παλαιστά
παλαιστά̱ , παλαιστή
fem nom/voc/acc dual
παλαιστά̱ , παλαιστή
fem nom/voc sg (doric aeolic)
παλαιστά̱ , παλαιστής
wrestler
masc nom/voc/acc dual
παλαιστής
wrestler
masc voc sg
παλαιστής
wrestler
masc nom sg (epic)
παλαιστά̱ , παλαστή
palm of the hand
fem nom/voc/acc dual
παλαιστά̱ , παλαστή
palm of the hand
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παλαίστα — παλαίστα, ἡ (Α) (αιολ. τ.) βλ. παλαστή …   Dictionary of Greek

  • παλαιστάς — παλαιστά̱ς , παλαιστή fem acc pl παλαιστά̱ς , παλαιστής wrestler masc acc pl παλαιστά̱ς , παλαιστής wrestler masc nom sg (epic doric aeolic) παλαιστά̱ς , παλαστή palm of the hand fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαστή — και παλαιστή και αιολ. τ. παλαίστα, ἡ (Α) 1. η παλάμη τού χεριού 2. μονάδα μετρήσεως μήκους που ισοδυναμούσε με τέσσερεις δακτύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παλαστή ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *pel ә2 «ευρύς, απλώνω» (βλ. και λ.… …   Dictionary of Greek

  • ἑξαπάλαιστα — ἑξᾱπάλαιστα , ἑξαπάλαιστος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”